βλεννογόνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βλεννογόνος, -ος/-α, -ο
- αυτός που εκκρίνει βλέννα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλεννογόνος αρσενικό
- (ανατομία) ο υμένας που καλύπτει - επενδύει την εσωτερική επιφάνεια όλων των κοίλων οργάνων του σώματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλεννογόνος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ος -ος -ο & -α' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζημιογόνος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γόνος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)