βυζαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βυζαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βυζάνω < βυζ(ί) + -άνω (> -αίνω) [1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /viˈze.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυ‐ζαί‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

βυζαίνω, αόρ.: βύζαξα/(βύζασα), παθ.φωνή: βυζαίνομαι, π.αόρ.: βυζάχτηκα/(βυζάστηκα), μτχ.π.π.: βυζαγμένος/(βυζασμένος)

  1. θηλάζω
  2. πιπιλίζω
  3. (μεταφορικά, κακόσημο) ρουφάω και αποσπώ οφέλη και κέρδη

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βυζί

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. βυζαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. βυζί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.