γάσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γάσα οι γάσες
      γενική της γάσας
    αιτιατική τη γάσα τις γάσες
     κλητική γάσα γάσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική gassa (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]