γάσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γάσα | οι | γάσες |
γενική | της | γάσας | — | |
αιτιατική | τη | γάσα | τις | γάσες |
κλητική | γάσα | γάσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γάσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική gassa (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάσα θηλυκό
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) η θηλιά στην άκρη του σκοινιού που χρησιμοποιείται για να δένεται εύκολα στη δέστρα ενός σκάφους ή στη μπίντα του λιμανιού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γάσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)