γαζέπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το γαζέπι
      γενική του γαζεπιού
    αιτιατική το γαζέπι
     κλητική γαζέπι
Η κατάληξη -ιού προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαζέπι < (άμεσο δάνειο) τουρκική gazap < αραβική غضب (ghazab, οργή)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαζέπι ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. οργή θεού
  2. (κρητικά) θεομηνία, συμφορά, δυστυχία
  3. (κρητικά) θύελλα, σφοδρή καταιγίδα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
  • γαζέπι, τόμος Δ, τεύχος Α, 1953 - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»