γαργαλητό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαργαλητό τα γαργαλητά
      γενική του γαργαλητού των γαργαλητών
    αιτιατική το γαργαλητό τα γαργαλητά
     κλητική γαργαλητό γαργαλητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαργαλητό < γαργαλώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαργαλητό ουδέτερο

  1. η ενέργεια του γαργαλάω αλλά και το αίσθημα που βιώνει εκείνος που τον γαργαλούν (κνησμός, φαγούρα, αντανακλαστική ανάγκη να γελάσει, ερεθισμό ή ερωτική διέγερση)
  2. το συνεχές γαργάλημα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]