γαριφαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαριφαλιά | οι | γαριφαλιές |
γενική | της | γαριφαλιάς | των | γαριφαλιών |
αιτιατική | τη | γαριφαλιά | τις | γαριφαλιές |
κλητική | γαριφαλιά | γαριφαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαριφαλιά < γαρίφαλ(ο) + -ιά
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣa.ɾi.faˈʎa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαριφαλιά θηλυκό
- (φυτό) καλλωπιστικό φυτό (Dianthus caryophyllus) με κόκκινα, λευκά ή ροζ άνθη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γαρίφαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)