γηπεδούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γηπεδούχος, -ος/-α, -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γηπεδούχος θηλυκό
- η ομάδα που αγωνίζεται στο δικό της γήπεδο, στην έδρα της
- Τσέλτεναμ-Γιορκ: Πέντε ματς αήττητη η γηπεδούχος, θέλει να μπει στα πλέι οφ, έχει καλή έδρα. (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 20/03/2001)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γηπεδούχος
|