γλοιοβλάστωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλοιοβλάστωμα τα γλοιοβλαστώματα
      γενική του γλοιοβλαστώματος των γλοιοβλαστωμάτων
    αιτιατική το γλοιοβλάστωμα τα γλοιοβλαστώματα
     κλητική γλοιοβλάστωμα γλοιοβλαστώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλοιοβλάστωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική glioblastoma < αρχαία ελληνική γλοιός + βλαστόω (< βλαστός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γλοιοβλάστωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]