δίκορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίκορος | η | δίκορη | το | δίκορο |
γενική | του | δίκορου | της | δίκορης | του | δίκορου |
αιτιατική | τον | δίκορο | τη | δίκορη | το | δίκορο |
κλητική | δίκορε | δίκορη | δίκορο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίκοροι | οι | δίκορες | τα | δίκορα |
γενική | των | δίκορων | των | δίκορων | των | δίκορων |
αιτιατική | τους | δίκορους | τις | δίκορες | τα | δίκορα |
κλητική | δίκοροι | δίκορες | δίκορα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δίκορος < δίς και κόρη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
δίκορος, -η, -ο(ν)
- που έχει τις κόρες των ματιών διαφορετικού χρώματος
- ↪ «Αναστάσιος ο δίκορος», αυτοκράτορας του Βυζαντίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δίκορος
|