δαντελωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]δαντελωτός, -ή, -ό
- διακοσμημένος με δαντέλα
- Τι ωραίο δαντελωτό τραπεζομάντιλο!
- που έχει περίγραμμα που μοιάζει με δαντέλα
- δαντελωτές ακρογιαλιές
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη δαντέλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δαντελωτός
|