δερματολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δερματολογικός < δερματολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
δερματολογικός, -ή, -ό
- (ιατρική) σχετικός με τη δερματολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δερματολογικός