δερμογραφισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δερμογραφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dermographism < αρχαία ελληνική δέρμα + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δερμογραφισμός αρσενικό
- (ιατρική) άλλη μορφή του δερμογραφία
- Το 1961 δυο κορυφαίοι ιατροδικαστές της εποχής ο Καψάσκης και ο Αγιουτάντης την εξετάζουν και συντάσσουν μια έκθεση στην οποία αναφέρεται «ότι πρόκειται για ψυχονευρωτικό άτομο, το οποίο εκδηλώνει θρησκευτικό παραλήρημα και παρουσιάζει έντονο δερμογραφισμό της αγγειοδιαστολής, διατηρουμένης επί μακρόν». (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δερμογραφισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)