δερμογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δερμογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dermographia < αρχαία ελληνική δέρμα + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δερμογραφία θηλυκό
- (ιατρική) δερματική πάθηση κατά την οποία στο δέρμα, όταν ασκηθεί πάνω του πίεση ή τριβή, εμφανίζονται κάποια ανεξίτηλα για αρκετό χρονικό διάστημα (έως και πολλά χρόνια!) σημάδια
- Αγία Αθανασία του Αιγάλεω: αγύρτισσα αγία, δαιμόνια επιχειρηματίας Ισχυριζόταν ότι η Παναγία έγραφε πάνω στο στήθος της θεία μηνύματα. Πλούτισε, κάνοντας χιλιάδες αφελείς να παραληρούν. Στην πραγματικότητα απλώς έπασχε από κληρονομική δερμογραφία. (*)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δερμογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)