δημοψηφισματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δημοψηφισματικός < δημοψήφισμα + -τικός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δημοψηφισματικός
- που έχει σχέση με δημοψήφισμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημοψηφισματικός
|