διαθλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαθλαστικός < διά + θέμα θλάσ- (< θλῶ: σπάζω) + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διαθλαστικός , διαθλαστική, διαθλαστικό
- αυτός που μπορεί να προκαλέσει διάθλαση ή να προκύψει με τη διάθλαση
- διαθλαστικό τηλεσκόπιο
- πλάγιο χτύπημα με τροχιά κρούσης σε σχήμα "V" συνήθως με σπαθί, εξοστρακισμός σφαίρας και τριγωνομετρικός υπολογισμός της τροχιάς της
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαθλαστικός
|