διακηρυκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακηρυκτικός < ελληνιστική κοινή διακηρυκτικός < διακηρύσσω
Επίθετο[επεξεργασία]
διακηρυκτικός, -ή, -ό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διακηρυκτικά
- → δείτε τις λέξεις διακηρύσσω και κηρύσσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακηρυκτικός
|