διαπληκτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπληκτισμός < (ελληνιστική κοινή) διαπληκτισμός < διά + πλήσσω/πλήττω (χτυπώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαπληκτισμός αρσενικό
- το επεισόδιο με ανταλλαγή ύβρεων και ίσως χρήση βίας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπληκτισμός