διαπραγματεύσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπραγματεύσιμος < διαπραγματεύομαι + -ιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
διαπραγματεύσιμος, -η, -ο
- που μπορούμε να τον διαπραγματευτούμε
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διαπραγματεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπραγματεύσιμος