διαπραγματεύσιμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπραγματεύσιμος η διαπραγματεύσιμη το διαπραγματεύσιμο
      γενική του διαπραγματεύσιμου της διαπραγματεύσιμης του διαπραγματεύσιμου
    αιτιατική τον διαπραγματεύσιμο τη διαπραγματεύσιμη το διαπραγματεύσιμο
     κλητική διαπραγματεύσιμε διαπραγματεύσιμη διαπραγματεύσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπραγματεύσιμοι οι διαπραγματεύσιμες τα διαπραγματεύσιμα
      γενική των διαπραγματεύσιμων των διαπραγματεύσιμων των διαπραγματεύσιμων
    αιτιατική τους διαπραγματεύσιμους τις διαπραγματεύσιμες τα διαπραγματεύσιμα
     κλητική διαπραγματεύσιμοι διαπραγματεύσιμες διαπραγματεύσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαπραγματεύσιμος < διαπραγματεύομαι + -ιμος

Επίθετο[επεξεργασία]

διαπραγματεύσιμος, -η, -ο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]