δικτατορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δικτατορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δικτατορία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dictature[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði.kta.toˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κτα‐το‐ρί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δικτατορία θηλυκό
- (πολιτική) το πολίτευμα όπου ένα πρόσωπο η μια μικρή ομάδα έχει την απόλυτη εξουσία έχοντας καταργήσει τη βουλή και τους δημοκρατικούς θεσμούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ δικτατορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)