εγκλητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εγκλητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εγκλητήριος < έγκληση < εγκαλώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εγκλητήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος) νομικό έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η κατηγορία που αποδίδεται σε κατηγορούμενο πριν από δίκη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εγκλητήριο
|