εικονοκλαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εικονοκλαστικός < εικονοκλάστης / εικονοκλασία + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εικονοκλαστικός
- που έχει σχέση με τον εικονοκλάστη ή την εικονοκλασία ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εικονοκλάστης, εικόνα και κλάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εικονοκλαστικός
|