εικονομάχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εἰκονομάχος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εικονομάχος οι εικονομάχοι
      γενική του/της εικονομάχου των εικονομάχων
    αιτιατική τον/την εικονομάχο τους/τις εικονομάχους
     κλητική εικονομάχε εικονομάχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εικονομάχος < μεσαιωνική ελληνική εἰκονομάχος, εἰκών (εικονο-) + -μάχος (< μάχομαι)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εικονομάχος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]