εξάρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξάρι τα εξάρια
      γενική του εξαριού των εξαριών
    αιτιατική το εξάρι τα εξάρια
     κλητική εξάρι εξάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τα τέσσερα εξάρια μιας τράπουλας
το εξάρι μιας ομάδας μπάσκετ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξάρι < έξ(ι) + -άρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξάρι ουδέτερο

  1. το ψηφίο έξι
  2. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από έξι ομοειδή αντικείμενα
    • διαμέρισμα με έξι κύρια δωμάτια
  3. (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 6
  4. (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται στην κεντροαμυντική θέση της σύνθεσης

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]