εξαερωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαερωτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
εξαερωτικός, -ή, -ό
- που προκαλεί την εξαέρωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαερωτικός
|