εξαμηνίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαμηνίτικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
εξαμηνίτικος, -η, -ο
- που γεννήθηκε κατά τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης
- εξαμηνίτικο αγοράκι/κοριτσάκι
- γεννήθηκε πρόωρη, ούτε καν εξαμηνίτικη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαμηνίτικος
|