εξαντλητικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαντλητικότητα οι εξαντλητικότητες
      γενική της εξαντλητικότητας των εξαντλητικοτήτων
    αιτιατική την εξαντλητικότητα τις εξαντλητικότητες
     κλητική εξαντλητικότητα εξαντλητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξαντλητικότητα < εξαντλητικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική exhaustiveness)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εξαντλητικότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]