εξαντλητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξαντλητικότητα < εξαντλητικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική exhaustiveness)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξαντλητικότητα θηλυκό
- (σπάνιο) (λόγιο) η ιδιότητα του εξαντλητικού
- ※ Ειδικότερα για τα ηλεκτρονικά λεξικά, όπου δεν υπάρχει πρόβλημα χώρου και η εξαντλητικότητα αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά τους, η απαίτηση για πληρότητα θέτει το πρόβλημα των ορίων αποδοχής μορφολογικά υπαρκτών αλλά χρηστικά λόγιων ή λαϊκότροπων λέξεων. (*)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξαντλητικότητα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)