εξωτερικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξωτερικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εξωτερικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξωτερικό ουδέτερο
- η εξωτερική όψη
- τα ξένα κράτη (ως σύνολο) ή κάποια ξένη χώρα που δεν κατονομάζεται
- έχω κάνει πολλά ταξίδια στο εξωτερικό
- χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό με ειρωνική απόχρωση
- άσε τωρα τα ταξίδια στα εξωτερικά και κοίτα να στρωθείς στη δουλειά σου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξωτερικό
- αιτιατική ενικού του εξωτερικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εξωτερικός