επίπαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίπαστος < αρχαία ελληνική ἐπίπαστος < ἐπιπάσσω < ἐπί + πάσσω
Επίθετο[επεξεργασία]
επίπαστος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επιπάσσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίπαστος
|