επίπλους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | επίπλους | οι | επίπλοι |
γενική | του | επίπλου | των | επίπλων |
αιτιατική | τον | επίπλου & επίπλουν |
τους | επίπλους |
κλητική | επίπλου | επίπλοι | ||
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση. | ||||
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επίπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίπλους < ἐπί + πλοῦς. Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + πλους
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επίπλους αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επίπλους
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'απόπλους' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επί- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)