επιζήτητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
επιζήτητος
- (λόγιο) (σπάνιο) περιζήτητος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη επιζητώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιζήτητος
|