επικοινωνιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επικοινωνιολογία | οι | επικοινωνιολογίες |
γενική | της | επικοινωνιολογίας | των | επικοινωνιολογιών |
αιτιατική | την | επικοινωνιολογία | τις | επικοινωνιολογίες |
κλητική | επικοινωνιολογία | επικοινωνιολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επικοινωνιολογία < (απόδοση) αγγλική communication studies. Αναλύεται σε επι- + κοινωνιο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επικοινωνιολογία θηλυκό
- (επικοινωνίες, κοινωνιολογία) η επιστημονική μελέτη της επικοινωνίας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επικοινωνιακός
- επικοινωνιολόγος
- επικοινωνώ
- και → δείτε τη λέξη επικοινωνία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επικοινωνιολογία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κοινωνιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)