επιστολογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιστολογραφικός < επιστολογραφία / επιστολογράφος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
επιστολογραφικός
- που έχει σχέση με την επιστολογραφία ή τον επιστολογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις επιστολογράφος, επιστολή και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιστολογραφικός
|