ερυθρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ερυθρά < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ερυθρός < αρχαία ελληνική ἐρυθρός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική rubéole)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ερυθρά θηλυκό
- (ιατρική) λοιμώδης νόσος, κατά την οποία εμφανίζονται εξανθήματα στον ασθενή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ερυθρά στη Βικιπαίδεια
- ιλαρά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερυθρά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ερυθρά
- (λόγιο) ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ερυθρός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ερυθρός
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)