ευγονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευγονία | οι | ευγονίες |
γενική | της | ευγονίας | των | ευγονιών |
αιτιατική | την | ευγονία | τις | ευγονίες |
κλητική | ευγονία | ευγονίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευγονία < αρχαία ελληνική εὐγονία < εὖ + γίγνομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευγονία θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ευγονική
- ευγονικός
- ευγονισμός
- → δείτε τις λέξεις ευ και γίνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευγονία
|