ευγονική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ευγονική
      γενική της ευγονικής
    αιτιατική την ευγονική
     κλητική ευγονική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ευγονική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ευγονικός < ευγονία < αρχαία ελληνική εὐγονία, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική eugenics[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.vɣo.niˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐γο‐νι‐κή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ευγονική θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]