ευρυχωρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευρυχωρία < αρχαία ελληνική εὐρυχωρία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευρυχωρία θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευρυχωρία