εύληπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εύληπτος < αρχαία ελληνική εὔληπτος
Επίθετο[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύληπτος | η | εύληπτη | το | εύληπτο |
γενική | του | εύληπτου | της | εύληπτης | του | εύληπτου |
αιτιατική | τον | εύληπτο | την | εύληπτη | το | εύληπτο |
κλητική | εύληπτε | εύληπτη | εύληπτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύληπτοι | οι | εύληπτες | τα | εύληπτα |
γενική | των | εύληπτων | των | εύληπτων | των | εύληπτων |
αιτιατική | τους | εύληπτους | τις | εύληπτες | τα | εύληπτα |
κλητική | εύληπτοι | εύληπτες | εύληπτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
εύληπτος, -η, -ο
- που λαμβάνεται εύκολα
- εύληπτο φάρμακο
- (μεταφορικά) που κατανοείται εύκολα
- εύληπτη μελωδία
- εύληπτο κείμενο
- πρόκειται για έναν εύληπτο οδηγό χρήσης
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εύληπτος
|