ζορμπαλίδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζορμπαλίδικος < από το ζορμπαλής
Επίθετο[επεξεργασία]
ζορμπαλίδικος, -η, -ο
- αυθαίρετος, αυταρχικός, βίαιος, καταπιεστικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζορμπαλίδικος
|