ημιρυμουλκούμενο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημιρυμουλκούμενο τα ημιρυμουλκούμενα
      γενική του ημιρυμουλκούμενου των ημιρυμουλκούμενων
    αιτιατική το ημιρυμουλκούμενο τα ημιρυμουλκούμενα
     κλητική ημιρυμουλκούμενο ημιρυμουλκούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ημιρυμουλκούμενο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ημιρυμουλκούμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ημιρυμουλκούμενος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semi-trailer)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ημιρυμουλκούμενο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]