θαματουργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θαματουργός η θαματουργή το θαματουργό
      γενική του θαματουργού της θαματουργής του θαματουργού
    αιτιατική τον θαματουργό τη θαματουργή το θαματουργό
     κλητική θαματουργέ θαματουργή θαματουργό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θαματουργοί οι θαματουργές τα θαματουργά
      γενική των θαματουργών των θαματουργών των θαματουργών
    αιτιατική τους θαματουργούς τις θαματουργές τα θαματουργά
     κλητική θαματουργοί θαματουργές θαματουργά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θαματουργός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

θαματουργός -ή -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]