θερμοσκόπιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θερμοσκόπιο τα θερμοσκόπια
      γενική του θερμοσκοπίου
θερμοσκόπιου
των θερμοσκοπίων
    αιτιατική το θερμοσκόπιο τα θερμοσκόπια
     κλητική θερμοσκόπιο θερμοσκόπια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θερμοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική thermoscope[1] < thermo- + -scope < αρχαία ελληνική θερμός + σκοπέω
το θερμοσκόπιο του Γαλιλαίου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θερμοσκόπιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]