καπηλευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπηλευτικός < αρχαία ελληνική καπηλευτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
καπηλευτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) άλλη μορφή του καπηλικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κάπηλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπηλευτικός
|