καρπιαίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρπιαίος η καρπιαία το καρπιαίο
      γενική του καρπιαίου της καρπιαίας του καρπιαίου
    αιτιατική τον καρπιαίο την καρπιαία το καρπιαίο
     κλητική καρπιαίε καρπιαία καρπιαίο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρπιαίοι οι καρπιαίες τα καρπιαία
      γενική των καρπιαίων των καρπιαίων των καρπιαίων
    αιτιατική τους καρπιαίους τις καρπιαίες τα καρπιαία
     κλητική καρπιαίοι καρπιαίες καρπιαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καρπιαίος < καρπός

Επίθετο[επεξεργασία]

καρπιαίος, -α, -ο

  • σχετικός με τον καρπό του χεριού
σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]