κατοχύρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατοχύρωση οι κατοχυρώσεις
      γενική της κατοχύρωσης* των κατοχυρώσεων
    αιτιατική την κατοχύρωση τις κατοχυρώσεις
     κλητική κατοχύρωση κατοχυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατοχυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατοχύρωση < κατοχυρώνω + -ση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.toˈçi.ɾo.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατοχύρωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]