καφεπότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καφεπότης αρσενικό (θηλυκό: καφεπότρια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καφεποσία
- καφεπότρια
- → δείτε τις λέξεις καφές και πίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καφεπότης