κενοσοφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κενοσοφία οι κενοσοφίες
      γενική της κενοσοφίας των κενοσοφιών
    αιτιατική την κενοσοφία τις κενοσοφίες
     κλητική κενοσοφία κενοσοφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κενοσοφία < κενο- + σοφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ke.no.soˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐νο‐σο‐φί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κενοσοφία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]