κηρομπογιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κηρομπογιά | οι | κηρομπογιές |
γενική | της | κηρομπογιάς | των | κηρομπογιών |
αιτιατική | την | κηρομπογιά | τις | κηρομπογιές |
κλητική | κηρομπογιά | κηρομπογιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κηρομπογιά θηλυκό