κλεφτοπόλεμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλεφτοπόλεμος οι κλεφτοπόλεμοι
      γενική του κλεφτοπόλεμου των κλεφτοπόλεμων
    αιτιατική τον κλεφτοπόλεμο τους κλεφτοπόλεμους
     κλητική κλεφτοπόλεμε κλεφτοπόλεμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλεφτοπόλεμος < κλεφτο- + πόλεμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kle.ftoˈpo.le.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλε‐φτο‐πό‐λε‐μος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλεφτοπόλεμος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]