κοινωνικό δίκτυο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοινωνικό δίκτυο | τα | κοινωνικά δίκτυα |
γενική | του | κοινωνικού δικτύου | των | κοινωνικών δικτύων |
αιτιατική | το | κοινωνικό δίκτυο | τα | κοινωνικά δίκτυα |
κλητική | κοινωνικό δίκτυο | κοινωνικά δίκτυα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινωνικό δίκτυο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική social network → δείτε τις λέξεις κοινωνικός και δίκτυο
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κοινωνικό δίκτυο ουδέτερο
- (κοινωνιολογία) το άθροισμα αλληλοσυνδεόμενων ανθρώπων ή οργανισμών και οι μεταξύ τους σχέσεις
- ※ Στην καθημερινή ζωή, ο όρος Κοινωνικά Δίκτυα αναφέρεται σε μία ομάδα ατόμων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και στο σύνολο των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των μελών της ομάδας.
- Εφαρμογές Πληροφορικής (Α Λυκείου) - Βιβλίο Μαθητή (Εμπλουτισμένο), κεφ. 15. Κοινωνικά Δίκτυα, Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας Και Θρησκευμάτων, εκδ. Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών Και Εκδόσεων «Διόφαντος» [1]
- (διαδίκτυο) ιστοσελίδα που επιτρέπει αλληλεπίδραση των χρηστών της, οι οποίοι ανήκουν μέσω αυτής σε διάφορες κοινωνικές ομάδες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινωνικό δίκτυο
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από σχολικά βιβλία (νέα ελληνικά)
- Διαδίκτυο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)