κομπογιαννίτικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομπογιαννίτικος < κομπογιαννίτης + -ικος
Επίθετο[επεξεργασία]
κομπογιαννίτικος
- που έχει σχέση με κομπογιαννίτη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κομπογιαννίτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομπογιαννίτικος
|