κομπογιαννίτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κομπογιαννίτικος η κομπογιαννίτικη το κομπογιαννίτικο
      γενική του κομπογιαννίτικου της κομπογιαννίτικης του κομπογιαννίτικου
    αιτιατική τον κομπογιαννίτικο την κομπογιαννίτικη το κομπογιαννίτικο
     κλητική κομπογιαννίτικε κομπογιαννίτικη κομπογιαννίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κομπογιαννίτικοι οι κομπογιαννίτικες τα κομπογιαννίτικα
      γενική των κομπογιαννίτικων των κομπογιαννίτικων των κομπογιαννίτικων
    αιτιατική τους κομπογιαννίτικους τις κομπογιαννίτικες τα κομπογιαννίτικα
     κλητική κομπογιαννίτικοι κομπογιαννίτικες κομπογιαννίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομπογιαννίτικος < κομπογιαννίτης + -ικος

Επίθετο[επεξεργασία]

κομπογιαννίτικος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]